-
1 μετ-έωρος
μετ-έωρος, in die Höhe gehoben, in der Luft schwebend, hoch über der Erde; im Ggstz von ὑπόγαια, οἰκήματα, Her. 2, 148; ναῦς μετεώρους, Schiffe auf der hohen See, Thuc. 1, 48. 5, 26 u. öfter, wie Folgende; auch von Menschen, die sich auf dem Meere befinden, 7, 71; übh. hochgelegen, τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα, Thuc. 4, 32. 128, wie τὰ μετέωρα Pol. 5, 13, 3; εἰςπηδήσαντες εἰς τὸν πηλὸν μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας, Xen. An. 1, 5, 8, sie hoben die Wagen in die Höhe u. schafften sie heraus; vgl. Plat. ὅσα ἀφεϑέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, Tim. 80 a; τὰ μετέωρα καὶ τὰ ὑπὸ γῆς, Apol. 23 d; u. so bes. von Himmelserscheinungen u. Himmelskörpern, Lufterscheinungen und Witterungswechsel u. vgl., ἐφαίνοντο περὶ φύσεως τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν, Prot. 315 c, μετεώρων φροντιστής, Xen. Conv. 6, 6; vgl. Plat. Apol. 18 b; was leicht in dem Sinne der großen Menge ein Vorwurf wird, der sich mit seinen Gedanken hoch versteigt, sich mit nichtigen Dingen abgiebt. – Was oben in der Luft schwebt, ist leicht, κοῦφα τε καὶ μετέωρα, Tim. Locr. 104 e. Dah. übtr., leichtsinnig, unbeständig, Sp.; auch unstät, schwankend, nicht fest, wie Thuc. καὶ μὴ μετεώρῳ τε πόλει κινδυνεύειν καὶ ἀρχῆς ἄλλης ὀρέγεσϑαι πρὶν ἣν ἔχομεν βεβαιωσώμεϑα, 6, 10; τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα neben ἐπίδικα, S. Emp. adv. math. 28; dah. μετέωρος ταῖς διανοίαις, von unzuverlässiger Gesinnung, Pol. 3, 107, 6 u. öfter, ängstlich schwankend. – Häufig von der Seele, durch Hoffnung od. Furcht, Freude, Stolz u. vgl. gehoben, gespannt, ἡ ἄλλη Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν, Thuc. 2, 8; häufig bei Pol., μετέωρος ἐγενήϑη ταῖς ἐλπίσι, 30, 1, 4, μετ. καὶ ϑυμοῦ πλήρης, 3, 82, 2. – Pol. vrbdt auch μετ. πρός τι, ἐπί τι, leicht zu Etwas geneigt, εἰς τὴν ϑέαν, begierig zu sehen, 30, 15, 27. 13, 2, 1. 3, 78, 5; auch c. inf., 5, 42, 9; stolz, Rufin. 32. 38 (V, 21. 28). Dem σεμνὴ entsprechend, Luc. Nigr. 1, 18 u. öfter. – Μετεώρως ἔχειν, schwankend sein, Plut. Cim. 13.
-
2 μετ-όπισθε
μετ-όπισθε, und vor Vokalen od. um Position zu machen μετ-όπισϑεν, hinter; – a) von Orten, hinterwärts, von hinten, μή τις μετόπισϑεν μιμνέτω, daß keiner zurückbleibe, Il. 6, 68, öfter; auch c. gen., μετόπισϑ' Ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι, 9, 504; Od. 9, 539. – b) von der Zeit, hinterher, hinterdrein, danach; καὶ παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισϑε γένωνται, Il. 20, 308, wie παῖδες μετόπισϑε λελειμμένοι, die hinterbliebenen Kinder, 24, 687, öfter; auch Hesiod.
-
3 μετ-αρσία
μετ-αρσία, ἡ, = μέταρσις, D. Sic. 3, 51, μεταρσίας καὶ κινήσεως, wo jetzt καί gestrichen, also μετ. als adj. betrachtet ist.
-
4 μετ-αύριον
μετ-αύριον, nach morgen, übermorgen, ἡ μετ., sc. ἡμέρα, der übermorgende Tag, Sp.
-
5 μετ-εκ-δέχομαι
μετ-εκ-δέχομαι, nachher auf-, annehmen, D. Per. 74, wo Andere μετ' ἐκδ. schreiben.
-
6 μετ-αμφιάζω
μετ-αμφιάζω, = Folgdm, Phalaec. 3 (VI, 165). – Im med., D. Sic. 16, 11, Luc. Hermot. 86; auch übertr., ὑποδυσάμενος Πυϑαγόραν τίνας μετημφιάσω μετ' αὐτόν, Gall. 19. – Bei Plut. de Alex. fort. II, 8 steht μεταμφιέζουσι.
-
7 μετ-αλλαγή
μετ-αλλαγή, ἡ, der Austausch, die Veränderung, συντυχίας, Eur. Herc. Fur. 766; bei Soph. Phil. 1119, ἄλλου δ' ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, heißt es »der Bogen befindet sich nach dem Wechsel des Herrn in des erfinderischen Mannes Besitz«; oft in Prosa; μ. ἡμέρας, von einer Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Plat. Theaet. 199 c; κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα, Tim. 61 c; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μετ. εἴη, Xen. Hell. 7, 4, 10; – βίου, der Tod, Plut. cons. ad Apoll. i. A.; auch ohne βίου, D. Cass. 57, 4.
-
8 μετ-οίκησις
μετ-οίκησις, ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts, ἡ μετ. ἡ ἐνϑένδε ἐκεῖσε, Plat. Phaed. 117 c; auch μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνϑένδε εἰς ἄλλον τόπον, Apol. 40 c; Sp.
-
9 μετ-άρσιος
μετ-άρσιος, auch 3 Endgn, erhoben, hoch in der Luft u. in die Luft gehoben; ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Trach. 783; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο, spritzten hoch in die Luft aus einander, Ant. 996; μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε, Eur. Hec. 499; auch ἀγχόναι μετάρσιοι, Mel. 306. Ggstz von βέβαιος, Herc. Fur. 1093; κόμπος μ., Andr. 1221; πτερωϑεὶς βούλομαι μετάρσιος ἀναπτέσϑαι, Ar. Av. 1333; auf der hohen See, μετάρσιαι νῆες, Her. 7, 188; – ἀγλαΐῃσι μετ., Agath. 13 (V, 273), stolz, hochmüthig (vgl. auch μεταρσία); – τὰ μετάρσια = μετέωρα, Himmelserscheinungen, Plut. Per. 32; vgl. Schol. Plat. Sis. p. 466.
-
10 μετ-άγγελος
μετ-άγγελος, ὁ u. ἡ, Zwischenbote, -botinn, Botschaft von Einem zum Andern tragend; Iris, μετάγγελος ἦλϑ' ἀνέμοισι, Il. 23, 199, wie 15, 144 ϑεοῖσι μετάγγελος ἀϑανάτοισιν, Wolf μετ' ἄγγελος, unter den Göttern. Auch in der ersten Stelle verbanden mehre Alte μετά mit ἦλϑε, Aristarch. zog aber an beiden Stellen μετάγγελος vor.
-
11 μετ-ᾱΐγδην
μετ-ᾱΐγδην, daraufzu-, nachstürmend, -springend, κόψε μετ., Ap. Rh. 2, 95, Schol. erkl. ὁρμητικῶς.
-
12 μετ-ωπιδαῖος
μετ-ωπιδαῖος, f. L. für μετωπιαῖος, s. Lob. zu Phryn. p. 537.
-
13 μετ-ωπιαῖος
μετ-ωπιαῖος, auf der Stirn, ἐπίδεσις, Galen.
-
14 μετ-ωπαδόν
μετ-ωπαδόν, = Folgdm; Opp. Hal. 2, 65 Nonn. D. 5, 65 u. a. Sp.
-
15 μετ-ωπο-σκόπος
μετ-ωπο-σκόπος, stirnbeschauend, der aus der Stirne die Sinnesart der Menschen beurtheilt, Clem. Al. paed. 3, 3, 15; vgl. Plin. H. N. 35, 11.
-
16 μετ-ωπο-σώφρων
μετ-ωπο-σώφρων, ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προςώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.
-
17 μετ-ωπηδόν
μετ-ωπηδόν, stirnwärts, mit der Stirn od. Front, von einer Reihe von Schiffen, welche eine geschlossene Front bilden, τὰς πρώρας ἐς γῆν τρέψαντες πάντες μετωπηδόν, Her. 7, 100; πλεῖν, im Ggstz von ἐπὶ κέρως, Thuc. 2, 90; μετωπηδὸν ποιεῖσϑαι τὴν ἔφοδον, Pol. 11, 22, 10; u. so ἡ μετωπηδὸν ἔφοδος, 2, 27, 4; Sp., wie Plut. sol. anim. 10.
-
18 μετ-ωπίς
μετ-ωπίς, ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.
-
19 μετ-ωπίας
-
20 μετ-ωπίδιος
μετ-ωπίδιος, = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).
См. также в других словарях:
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek